- εντρέπομαι
- και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι)1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω»«ντρέπομαι για λογαριασμό σου»)2. σέβομαι κάποιον(α. «ντρέπεται πολύ τον πατέρα του» β. «ἀκόλαστος ἐστι, τὴν δὲ πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται»)νεοελλ.διστάζω από συστολή («πάρ' το και μη ντρέπεσαι»)αρχ.Ι. ενεργ. ἐντρέπω1. στρέφω κάτι μέσα, απλώς στρέφω2. φεύγω, στρέφω τα νώτα, τρέπομαι σε φυγή («ὅκως ἐντρέψειαν τὰ νῶτα», Ηρόδ.)3. ελέγχω, μέμφομαι, επιπλήττω, κάνω κάποιον να ντραπεί («οὐκ ἐντρέπων ὑμᾱς γράφω ταῡτα, ἀλλά... νουθετῶ», ΚΔ)4. αλλοιώνω, τροποποιώ («τὴν φωνὴν ἐντρέψας εἰς μέλος», Λουκ.)ΙΙ. μέσ. ἐντρέπομαι1. διστάζω, οκνώ, καθυστερώ, βραδυπορώ, στρέφομαι από δω κι από κει («στείχωμεν ἤδη μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα» — ας μην καθυστερούμε, Σοφ.)2. στρέφω την εξωτερική επιφάνεια ενός φορέματος προς τα μέσα («ἐντρέψασθαιτὸ εἴσω τρέψαι τὸ ἱμάτιον», Ησύχ.)3. είμαι υποχωρητικός, υποχωρώ («οὐκ ἐντρεπομένων τῶν 'Ρωμαίων», Πολ.)4. (με γεν.) στρέφομαι προς κάποιον, υπολογίζω, προσέχω, ενδιαφέρομαι («οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῡ κταμένοιο;» — ούτε σ' ενδιαφέρει για τον εξάδελφο που σκοτώθηκε; Ομ. Ιλ.)5. (με απρμφ.) φροντίζω («φεύγειν τ' ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπει» — φρόντιζε ν' αποφεύγεις τους ανδροφόνους όρκους, Θεόγν.).
Dictionary of Greek. 2013.